κρανουργός

From LSJ
Revision as of 09:44, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰνουργός Medium diacritics: κρανουργός Low diacritics: κρανουργός Capitals: ΚΡΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: kranourgós Transliteration B: kranourgos Transliteration C: kranourgos Beta Code: kranourgo/s

English (LSJ)

ὁ,    A maker of helmets; and κρᾰνο-ουργία, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρανουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 155.

Greek Monolingual

κρανουργός, ὁ (Α)
ο κρανοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανο-εργός με συναίρεση < κράνος + -(F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι-ουργός, στιχ-ουργός)].