λίγδος

From LSJ
Revision as of 10:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγδος Medium diacritics: λίγδος Low diacritics: λίγδος Capitals: ΛΙΓΔΟΣ
Transliteration A: lígdos Transliteration B: ligdos Transliteration C: ligdos Beta Code: li/gdos

English (LSJ)

ὁ,    A = θυεία, mortar, Nic.Th.589, 618, cf. S.Fr.35, and ἴγδις.    II clay mould, Poll.10.189, Ael.Dion.Fr.249.    III lye, used as soap, Eust.1229.27: so in Hsch., λίγδα· ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία.

German (Pape)

[Seite 43] ὁ, auch λίγδα, vgl. ἴγδη, Mörser, Reibstein, Nic. Th. 689. 618. – Durchschlag u. eine durchlöcherte Form der Metallgießer u. Töpfer, VLL. – Auch eine durchlöcherte Thonform, in welche das wächserne Modell gesetzt wird, nach welchem eine hohle Statue von Erz gegossen werden soll, Poll. 10, 189; Eust. 1926, 53.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδος: ὁ, = θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ ἴγδις. ΙΙ. τύπος ἐκ πηλοῦ, χοάνη, Πολυδ. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. αὐτόθι, πρβλ. 1229. 27· παρ’ Ἡσυχ. λίγδα, ἡ, ὅπερ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mortier à piler.
Étymologie: λίζω.

Greek Monolingual

λίγδος, ὁ (Α)
1. γουδί
2. καλούπι από πηλό
3. στακτή κονία, αλισίβα που χρησιμοποιούνταν αντί για σαπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.