μηλοσκόπος

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσκόπος Medium diacritics: μηλοσκόπος Low diacritics: μηλοσκόπος Capitals: ΜΗΛΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mēloskópos Transliteration B: mēloskopos Transliteration C: miloskopos Beta Code: mhlosko/pos

English (LSJ)

κορυφή, the top of a hill    A from which sheep or goats (μῆλα) may be watched, h.Hom.19.11.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσκόπος: κορυφή, ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’où l’on voit paître les troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, σκοπέω.

Greek Monolingual

μηλοσκόπος, -ον (Α)
φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» — σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Middle Liddell


μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.