ξυλικός

From LSJ
Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλικός Medium diacritics: ξυλικός Low diacritics: ξυλικός Capitals: ΞΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: xylikós Transliteration B: xylikos Transliteration C: ksylikos Beta Code: culiko/s

English (LSJ)

ή, όν   A, (ξύλον) of wood, wooden, like wood, Arist.PA674a29 ; καρπὸς ξ., = ξύλινος (v. sq.), PSI5.528.46 (iii B. C.), Artem.2.37 ; ξ. ὕλη timber, IG12(3).324 (Thera), Gloss. ; ξ. παρασκευή OGI510.7 (Ephesus, ii A. D.) ; ξυλική, ἡ, timber-monopoly, PTeb.8.26 (iii/ii B. C.) ; ξυλικόν, lignarium, pulpitum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 281] von Holz, hölzern; καρποί, Baumfrüchte, Artemidor. 2, 37 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλικός: -ή, -όν, (ξύλον) ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, ὅμοιος πρὸς ξύλον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 14, 4· ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, Ἀρτεμίδ. 2. 37· ξ. ὕλη, ξυλεία, ξυλική, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξυλικός, -ή, -όν) ξύλον
το θηλ. ως ουσ. η ξυλική
ξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλεία
αρχ.
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυλικόν
α) σανιδωτό βήμα, ανάβαθρο
β) ξύλινο περίφραγμα
3. το θηλ. ως ουσ. το μονοπώλιο της ξυλείας ή, κατ' άλλη ερμηνεία, γη κατάφυτη από δένδρα
4. φρ. α) «ξυλικὸς καρπός» — ο καρπός τών δένδρων
β) «ξυλικὴ ὕλη» — η ξυλεία.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλικός: Arst. = ξύλινος.