ποδεῖον

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδεῖον Medium diacritics: ποδεῖον Low diacritics: ποδείον Capitals: ΠΟΔΕΙΟΝ
Transliteration A: podeîon Transliteration B: podeion Transliteration C: podeion Beta Code: podei=on

English (LSJ)

τό, (πούς)    A sock or legging, puttee (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.; ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 642] od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ποδεῖον: τό, (ποὺς) = πελλαστή, ἐνείλημα ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ τύπος πόδειον παρὰ Φωτ. εἶναι πλημμελής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας».

Greek Monolingual

και πόδειον, τὸ, Α
ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδεῖον of πόδειον -ου, τό [πούς] schoeisel; ook plur.. Critias B 65.