πολύκωπος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A many-oared, ὄχημα ναός S.Tr.656 (lyr.); σκάφος E.IT981; [[[πλοῖον]]] PGrenf.2.80.11 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 665] vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, Σοφ. Τρ. 656, Εὐρ. Ι. Τ. 981.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, κώπη.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκωπος, -ον, ΝΑ
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονό-κωπος].
Greek Monotonic
πολύκωπος: -ον (κωπή), αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Σοφ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκωπος -ον [πολύς, κώπη] met veel roeiriemen.
Russian (Dvoretsky)
πολύκωπος: многовесельный (ὄχημα ναός Soph.; σκάφος Eur.).
Middle Liddell
πολύ-κωπος, ον, [κωπή]
many-oared, Soph., Eur.