ἀρρώστημα

From LSJ
Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρώστημα Medium diacritics: ἀρρώστημα Low diacritics: αρρώστημα Capitals: ΑΡΡΩΣΤΗΜΑ
Transliteration A: arrṓstēma Transliteration B: arrōstēma Transliteration C: arrostima Beta Code: a)rrw/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,    A illness, sickness, Hp.Flat.9, D.2.21, 26.26, Arist.PA671b9: pl., of epidemics, SIG943.6 (Cos, iii B.C.).    2 moral infirmity, Plu.Nic.28.    3 Stoic, = νόσημα (of σῶμα or ψυχή) μετ' ἀσθενείας συμβαῖνον, Stoic.3.103, cf. Chrysipp.ib.121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρώστημα: τό, ἀσθένεια, ἀρρωστία, νόσος, Ἱππ. 298. 40, Δημ. 24. 5, πρβλ. 808. 14. 2) ἠθικὴ ἀδυναμία, Πλουτ. Νικ. 28· ― ὡς Στωϊκὸς ὅρος, ἡ ἀτέλεια πάντων πλὴν τῶν φιλοσόφων, Κικ. Tusc. 4. 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faiblesse, maladie;
2 infirmité morale.
Étymologie: ἀρρωστέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 enfermedad τῶν δ' ἄλλων ἀρρωστημάτων Hp.Flat.9, ἐπὰν δ' ἀρρώστημά τι συμβῇ D.2.21, cf. Hyp.Ath.15, τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς σώμασιν ἀρρωστήματα D.26.26, τὰ πλεῖστα δὲ ἅπασιν ἀρρωστήματ' ἐκ λύπης σχεδόν ἐστιν Men.Asp.337, ἔστι γὰρ καὶ τῷ σώματι ἀσθενέσ[τερος] διὰ τὸ ἐν ἀρρωστήματι εἶναι PCair.Zen.42.5 (III a.C.), τὸ γὰρ ἀρρώστημά ἐστι νόσημα μετ' ἀσθενείας D.L.7.115, cf. Aristaenet.1.13.16, D.C.77.15.3, Orib.4.8.18, Iambl.VP 164.
2 debilidad moral, vicio μικρολογίαν τινὰ καὶ πλεονεξίαν κατεγνωκότες, ἀρρώστημα πατρῷον Plu.Nic.28, τῶν δὲ τῆς ψυχῆς ἀρρωστημάτων Plu.2.7d, Ph.1.631, δεκαρχιῶν καὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ τίνων ἄλλων τοιούτων ἀρρωστημάτων D.Chr.36.31, τὰ τῆς πόλεως ἀρρωστήματα D.Chr.32.7.

Greek Monolingual

ἀρρώστημα, το (AM) αρρωστώ
1. η ασθένεια, η αρρώστια
2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα.

Greek Monotonic

ἀρρώστημα: -ατος, τό,
1. ασθένεια, αρρώστια, σε Δημ.
2. ηθική αδυναμία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρώστημα: ατος τό
1) немощь, недуг (ἐν σώματι Dem.; θανάσιμον Arst.; τῆς ψυχῆς Plut.);
2) нравственный недуг, порок (πατρῷον Plut.).

Middle Liddell

[from ἀρρωστέω
1. an illness, a sickness, Dem.
2. a moral infirmity, Plut.

English (Woodhouse)

disease, illness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)