ἀνέπαφος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ον, A untouched, unharmed, ἀ. παρέχειν τι D.35.24, cf. Syngr.ib.11; ἀ. σώματα not liable to seizure, Men. Per.8; ἐλευθέρα ἔστω καί ἀ. GDI1532, cf. Thphr.Fr.97.2, IG2.584c, BGU193.19 (ii A.D.); ὑποθήκη PHamb.28.8 (ii B.C.); unencumbered, οἰκία PThcad.1.12 (iv A.D.): c. gen., unharmed by, ὕβρεως M.Ant.3.4. Adv. -φως Suid.
German (Pape)
[Seite 224] unberührt, unverletzt, s. Men. bei Suid.; bei Dem. vom unversehrt zu erhaltenden Unterpfande, ὑποθήκη u. ὑποκείμενα, 35, 4. 56, 38, in einem Contracte; ὕβρεως, von Mißhandlungen, Ant. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαφος: -ον, (ἐπαφή) = ἄθικτος, ἀβλαβής, ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. ἀνέφαπτος), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui ou à quoi l’on ne touche pas.
Étymologie: ἀ, ἐπαφή.
Spanish (DGE)
(ἀνέπᾰφος) -ον
• Morfología: [fem. -η IPE 2.54.10 (Panticapeo II/III d.C.)]
I 1de dinero y bienes saneado, libre de cargas χρήματα D.35.24, ὑποθήκη D.35.11, PHamb.28.8 (II a.C.), (κτήματα) Thphr.Fr.97.2, ἔχειν αὐτοὺς ... τὰς κτήσεις καὶ τὰς προσόδους ἀνεπάφους τε καὶ σῳζομένας Porph.Plot.9.15, καὶ παρέξεται αὐτὰ ἀ. καὶ ἀνενεχύραστα καὶ ἀνεπιδάνειστα PHamb.30.19 (I d.C.), cf. CPR 1.1.15 (I d.C.), SB 9906.18 (II d.C.), PN.York 20.13 (IV d.C.), PThead.2.10 (IV d.C.)
•no hipotecado, IG 12(7).67.56.
2 no sometido a apropiación de esclavos manumitidos IG 9(1).126 (Fócide II a.C.), BGU 193.19 (II d.C.), IPE 2.54.10 (Panticapeo III d.C.), de garantías IG 22.1196.15(IV a.C.).
II 1no alcanzado c. gen. ἄνθρωπον ... πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον M.Ant.3.4.
2 inalcanzable τὰ ... ἀγαθά Cyr.Al.M.74.245B
•intangible de Dios, Nemes.Nat.Hom.M.40.805B
•intocable σώματα Men.Per.Fr.7.
3 intachable προσπίπτωμεν τοῖς εὐκλέεσι καὶ ἀνεπάφοις ὑμῶν ἴχνεσι PMasp.3.14 (VI d.C.)
•puro τὰν δὲ ... οἰκοδέσποιναν ... οἴκω δεῖ ... ἀνέπαφον ἦμεν Phint.p.37, de cosas sagradas, Cyr.Al.M.68.645C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέπαφος, -ον)
άθικτος, αβλαβής
αρχ.
άψογος, άμεμπτος.
Greek Monotonic
ἀνέπᾰφος: -ον (ἐπαφή), ανέγγιχτος, ανέπαφος, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπᾰφος:
1) нетронутый, неприкосновенный (χρήματα Dem.);
2) невредимый (σώματα Men.).
Middle Liddell
ἐπαφή
untouched, ἀν. παρέχειν τι rem integram praestare, Dem.