vexatious
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής, λυπηρός, ἀνιαρός, κακός, ἐπαχθής, προσάντης (Plato), Ar. and P. χαλεπός, ἐπίπονος, P. πραγματώδης, V. ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), ἐμβριθής (Sophocles, Fragment), παλύπονος, δυσπόνητος, λυπρός, δύσφορος (also Xen. but rare P.).
things vexatious to the spirit: V. καρδίας δηκτήρια (Eur., Hecuba 235).