γήινος
English (LSJ)
η, ον, A of earth, τὴν δὲ… πλάσαντες γηίνην Semon.7.21; πλίνθοι X.An.7.8.14; τείχη Pl.Lg.778e; σῶμα Id.Phdr.246c, cf. Hierocl. in CA 4p.425M.; οὐδὲ τὸ ξύλον γῆ, ἀλλὰ γήινον Arist.Metaph. 1049a20; νόος App.Anth.3.146 (Theon.): Sup. -ώτατος, ἀριθμός Lyd.Ost.45.
Greek (Liddell-Scott)
γήινος: -η, -ον, ἐκ γῆς, τὴν δέ... πλάσαντες γηίνην, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 21· πλίνθοι Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14· τείχη Πλάτ. Νόμ. 778D· σῶμα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 246C· τὸ ξύλον οὐ γῆ, ἀλλὰ γήινον Ἀριστ. Μεταφ. 8. 7, 5.― Ἐπίρρ.–νως, Ἐκκλ.― Ὡσαύτως γήιος Ἀνθ. II. παραρτ. 39· πρβλ. Λοβ. Φρύν.97.― Ὑπερθ. γηινώτατος, ὁ γάρ ἀριθμὸς πέντε γηινώτατος Ἰω. Λυδ. Διοσημ. 95 (Wachsm.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γήινος, -η, -ον) γη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη
2. αυτός που έχει τη σύσταση της γης, χωμάτινος
3. επίγειος, υλικός (σε αντίθεση με τον ουράνιο ή τον αιθέριο)
4. ο ανθρώπινος, ο ατελής (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
5. το ουδ. ως ουσ. τα γήινα
τα επίγεια, τα εγκόσμια
νεοελλ.
φρ.
1. «γήινο ελλειψοειδές» — το σχήμα που παράγεται από την περιστροφή μιας έλλειψης γύρω από τον μικρό της άξονα
2. «γήινη ακτινοβολία» — το φως του ήλιου που ανακλάται από τη γήινη σφαίρα προς τη σελήνη, απ' όπου ανακλάται πάλι και επιστρέφει στη γη·
Greek Monotonic
γήινος: -η, -ον (γῆ), αυτός που ανήκει στη γη, σε Ξεν., Πλάτ.· επίσης, γήϊος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[γῆ]
of earth, Xen., Plat.