δειελίη
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ, (δείελος) A f.l. for δείελον, Call.Fr.190.
German (Pape)
[Seite 535] Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.
Greek (Liddell-Scott)
δειελίη: ἡ, (δείελος) τροφὴ μετὰ μεσημβρίαν, «δειλινόν», διάφ. γραφ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 190.
Greek Monolingual
δειελίη, η (Α)
το δειλινό, το βραδινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του δείελον (βλ. λ. δείελος)].