δενδράς

From LSJ
Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδράς Medium diacritics: δενδράς Low diacritics: δενδράς Capitals: ΔΕΝΔΡΑΣ
Transliteration A: dendrás Transliteration B: dendras Transliteration C: dendras Beta Code: dendra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.

German (Pape)

[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.

Greek (Liddell-Scott)

δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.

Spanish (DGE)

-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.

Greek Monolingual

δενδράς, η (Α)
έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)].