δημόθεν
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Adv. A at the public cost, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Od.19.197. 2 from among the people, A.R.1.7. II δ. εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, IG3.121.
German (Pape)
[Seite 563] vom Volke her; Hom. einmal, Odyss. 19, 197 καὶ οἷ τοῖς τ' ἄλλοις ἑτάροις δημόθεν ἄλφιτα δῶκα καὶ οἶνον ἀγείρας καὶ βοῦς ἱρεύσασθαι, aus öffentlichen Mitteln, von Volkes wegen. – Ap. Rh. 1, 7. – Bei den Att. = aus dem Demos gebürtig, Ep. ad. 170 (App. 328).
Greek (Liddell-Scott)
δημόθεν: ἐπιρρ., εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, διὰ δημοσίων ἐξόδων, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἴκοθεν, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Ὀδ. Τ.197·- ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, Ἀπολλ. Ροδ. Α.7. ΙΙ. δημόθεν Εὐπυρίδης, Εὐπυρίδης τῶν δήμων, δηλ. τὴν πατρίδα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 328.
French (Bailly abrégé)
adv.
au nom ou aux frais du peuple.
Étymologie: δῆμος, -θεν.
English (Autenrieth)
from among the people, Od. 19.197†.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): δαμ- AP 9.316 (Leon.)
adv.
I del pueblo δ. ἄλφιτα ... καὶ ... οἶνον ἀγείρας Od.19.197, ὅν τιν' ἴδοιτο δ. οἰοπέδιλον a uno del pueblo que viera calzado sólo con una sandalia, e.d., Jasón, A.R.1.7, cf. Call.Fr.93.15.
II 1desde el demo ἀγροὺς δ. ... νεῖσθε AP l.c.
2 por su demo de origen πατρὸς τοὔνομ' ἔχων δ. Εὐπυρίδης llevando el nombre de su padre, siendo Eupírida por su demo, IG 22.3015.5 (III d.C.).
Greek Monolingual
δημόθεν επίρρ. (Α)
1. από τον δήμο
2. φρ. «δημόθεν ἄλφιτα δῶκα» — μοίρασα αλεύρι με δαπάνες του δήμου
2. μέσα από το πλήθος, από τον συγκεντρωμένο κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].
Greek Monotonic
δημόθεν: (δῆμος), επίρρ.,
I. με δημόσια έξοδα, δαπάνη, σε Ομήρ. Οδ.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης, ένας Ευπυρίδης από το δήμο, δηλ. εκ γενετής, εκ τόπου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δημόθεν: adv.
1) из общественных средств (δοῦναί τι Hom.);
2) (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόθεν [δῆμος] adv., op kosten van het volk.
Middle Liddell
δῆμος
I. at the public cost, Od.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, i. e. by birth, place, Anth.