διαλακτίζω

From LSJ
Revision as of 00:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλακτίζω Medium diacritics: διαλακτίζω Low diacritics: διαλακτίζω Capitals: ΔΙΑΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: dialaktízō Transliteration B: dialaktizō Transliteration C: dialaktizo Beta Code: dialakti/zw

English (LSJ)

A kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.

German (Pape)

[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.

French (Bailly abrégé)

1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.

Spanish (DGE)

dar patadas a, rechazar a puntapiés ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31.

Greek Monolingual

διαλακτίζω (Α) λακτίζω
κλωτσάω, περιφρονώ.

Greek Monotonic

διαλακτίζω: μέλ. -σω, σπάζω με το πόδι μου, με κλωτσιές, περιφρονώ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

διαλακτίζω: разрывать на части (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον ὥσπερ στέφανον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen.

Middle Liddell

fut. σω
to kick away, spurn, Theocr.