διαπλοκή
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, A intermixture, Hp.Alim.11. II in pl., crooked ways, Aq.Ps.124(125).5.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Durchflechten, Verknüpfung, Sp.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 entrelazamiento, combinación (χυλῶν) Hp.Alim.12, ῥόμβων Aristeas 74, τῶν παλαισμάτων Philostr.Gym.11, τῶν ἄστρων Gr.Nyss.Fat.52.10, πρὸς τὰ ἐναντία Gr.Nyss.Hom.in Cant.255.18, cf. Sor.119.20, Dam.Fr.183, Phlp.in GC 22.27.
2 retorcimiento, tortuosidad τῶν λόγων Olymp.in Alc.56, glos. a διαλύγισμα Hsch., plu. αἱ ἐν δικαστηρίῳ διαπλοκαί Basil.M.31.408D, cf. Aq.Ps.124.5.
Greek Monolingual
η (Α διαπλοκή) διαπλέκω
σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή
αρχ.
1. πλοκή
2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπλοκή -ῆς, ἡ [διαπλέκω] vervlechting, combinatie.