δυσκατάστατος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.
Greek Monolingual
δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
Greek Monotonic
δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).
Middle Liddell
δυσ-κατάστᾰτος, ον καθίστημι
hard to restore or rally, Xen.