δυσεξέλεγκτος

From LSJ
Revision as of 01:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξέλεγκτος Medium diacritics: δυσεξέλεγκτος Low diacritics: δυσεξέλεγκτος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: dysexélenktos Transliteration B: dysexelenktos Transliteration C: dysekselegktos Beta Code: dusece/legktos

English (LSJ)

ον, A hard to refute, Pl.Phd.85c (Sup.), Ptol.Tetr.164. II hard to discover, φάρμακα D.H.3.5.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu widerlegen, Plat. Phaedr. 85 c. – 2) schwer zu entdecken, καὶ ἀφανῆ φάρμακα Dion. Hal. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξέλεγκτος: -ον, = δυσέλεγκτος, δυσκόλως ἐξελεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Πλάτ. Φαίδωνι 85D. ΙΙ. δυσκόλως ἀνακαλυπτόμενος, φάρμακα Διον. Ἁλ. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à convaincre, à réfuter.
Étymologie: δυσ-, ἐξελέγχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refutar λόγοι Pl.Phd.85c, de pers., Ptol.Tetr.3.14.29.
2 difícil de descubrir φάρμακα D.H.3.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται
2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.

Greek Monotonic

δυσεξέλεγκτος: -ον (ἐξελέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, που δύσκολα αντικρούεται ή αναιρείται, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξέλεγκτος: трудный для опровержения (λόγοι Plat.).

Middle Liddell

δυσ-εξέλεγκτος, ον ἐξελέγχω
hard to refute, Plat.