δυσπάριτος

From LSJ
Revision as of 01:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάρῐτος Medium diacritics: δυσπάριτος Low diacritics: δυσπάριτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dyspáritos Transliteration B: dysparitos Transliteration C: dysparitos Beta Code: duspa/ritos

English (LSJ)

ον, A hard to pass, X.An.4.1.25.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.

Greek Monotonic

δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v. l. δυσπόριστος и δύσβατος).

Middle Liddell

δυσ-πάρῐτος, ον [παριέναι]
hard to pass, Xen.