κηρύκευσις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
εως, ἡ, A = κηρυκεία, Suid.
German (Pape)
[Seite 1434] ἡ, = κηρυκεία, das Ausrufen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκευσις: ῡ, εως, ἡ, = κηρυκεία, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κηρύκευσις, ἡ (Α) κηρυκεύω
(κατά το λεξ. Σούδα) κηρύκεια.