κτεάτειρα

From LSJ
Revision as of 13:12, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεάτειρα Medium diacritics: κτεάτειρα Low diacritics: κτεάτειρα Capitals: ΚΤΕΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kteáteira Transliteration B: kteateira Transliteration C: kteateira Beta Code: ktea/teira

English (LSJ)

[ᾰτ], ἡ (as if fem. of Κτεᾰτήρ), A possessor, Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. A.Ag.356 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1518] ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κτεατής), Erwerberinn, Besitzerinn, Spenderinn; νὺξ μεγάλων κόσμων κτεάτειρα Aesch. Ag. 347.

Greek (Liddell-Scott)

κτεάτειρα: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui possède.
Étymologie: κτέαρ.

Greek Monolingual

κτεάτειρα, ἡ (Α)
η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών κτήτειρα, κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση του τ. κτέατα].

Greek Monotonic

κτεάτειρα: ἡ (όπως αν προερχόταν από το κτεᾰτήρ), κόσμων κτ., εσύ που μας έκανες άξιους τιμής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κτεάτειρα: (ᾰτ) ἡ владетельница, обладательница (νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτεάτειρα -ας, ἡ [κτάομαι] eigenares.

Middle Liddell

κτεάτειρα, ἡ, [as if from κτεᾰτήρ]
κόσμων κτ. thou that hast put us in possession of honours, Aesch.