μαδίζω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
A f.l. for μαδάω, Hp.Mul.2.189. II pluck or singe bare, Hippiatr.2 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδίζω: μέλλ. -ίσω, ἐπὶ τῶν τριχῶν, πίπτω, «πέφτω», ὡς τὸ μαδάω, Ἱππ. 667. 2 (ἔνθα ὁ Littré μαδήσῃ). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, μαδίζω, μαδῶ, «ξεμαδίζω», τὸν πώγωνα παρὰ Salmas. εἰς Tertull. Pall. σ. 338.
Greek Monolingual
(I)
(AM μαδίζω)
μαδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαδώ κατά τα ρ. σε -ίζω].
(II)
μαδίζω (Μ)
1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ
2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ
3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ
4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαδίζω < ὁμάδι «μαζί, ομαδικά» ή < ὅμαδος «βοή, θόρυβος μάχης»].