παραίσιος

From LSJ
Revision as of 19:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίσιος Medium diacritics: παραίσιος Low diacritics: παραίσιος Capitals: ΠΑΡΑΙΣΙΟΣ
Transliteration A: paraísios Transliteration B: paraisios Transliteration C: paraisios Beta Code: parai/sios

English (LSJ)

ον, A of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.

German (Pape)

[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.

Greek (Liddell-Scott)

παραίσιος: -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, αἶσα.

English (Autenrieth)

(αἶσα): unlucky, adverse, Il. 4.381†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

παραίσιος: -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, δυσοίωνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραίσιος: предвещающий дурное, зловещий, неблагоприятный (σήματα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αίσιος -ον onheilspellend.

Middle Liddell

παρ-αίσιος, ον,
of ill omen, ominous, Il.