πνευματισμός

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτισμός Medium diacritics: πνευματισμός Low diacritics: πνευματισμός Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pneumatismós Transliteration B: pneumatismos Transliteration C: pnevmatismos Beta Code: pneumatismo/s

English (LSJ)

ὁ, A use of the breathing, Eust.524.26, al.

German (Pape)

[Seite 640] ὁ, das mit dem Hauche, spiritus, Bezeichnen, Schreiben, Aussprechen, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτισμός: ὁ, ἡ χρῆσις τοῦ πνεύματος, δασείας δηλ. ἢ ψιλῆς (spiritus), Εὐστ. 524. 26, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
η χρήση τών πνευμάτων, δηλαδή της ψιλής και της δασείας
νεοελλ.
1. θεωρία, αλλά και πρακτική, η οποία βασίζεται στην πίστη ότι οι ψυχές τών νεκρών επικοινωνούν με τους ζωντανούς, συνήθως με την μεσολάβηση «ενδιαμέσων», τών μέντιουμ, μέσω φυσικών φαινομένων ή κατά τη διάρκεια μη φυσιολογικών διανοητικών καταστάσεων, ὁπως είναι η έκσταση
2. το σύνολο τών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η παραπάνω επικοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματίζω. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της, αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. spiritualisme και μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].