πλεοναχός

From LSJ
Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονᾰχός Medium diacritics: πλεοναχός Low diacritics: πλεοναχός Capitals: ΠΛΕΟΝΑΧΟΣ
Transliteration A: pleonachós Transliteration B: pleonachos Transliteration C: pleonachos Beta Code: pleonaxo/s

English (LSJ)

ή, όν, A manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ π. τρόπον ibid.; τοῦ π. τρόπου ib.p.41 U.; τὸ π. τὸ τῆς ῥητορικῆς diversity, Phld.Rh.1.50 S.:— elsewh. only Adv. πλεον-ᾰχῶς in various ways or senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.

German (Pape)

[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν
η ποικιλία.
επίρρ...
πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α
με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].

Russian (Dvoretsky)

πλεονᾰχός: многообразный, многоразличный (τρόπος Diog. L.).