προσφόρημα

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφόρημα Medium diacritics: προσφόρημα Low diacritics: προσφόρημα Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: prosphórēma Transliteration B: prosphorēma Transliteration C: prosforima Beta Code: prosfo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,= A προσφορά 111.2, E.El.423.

German (Pape)

[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.

Greek (Liddell-Scott)

προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.

Greek Monotonic

προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.

Russian (Dvoretsky)

προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.

Middle Liddell

προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.