σκότωσις

From LSJ
Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκότωσις Medium diacritics: σκότωσις Low diacritics: σκότωσις Capitals: ΣΚΟΤΩΣΙΣ
Transliteration A: skótōsis Transliteration B: skotōsis Transliteration C: skotosis Beta Code: sko/twsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d. II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, Verfinsterung, Plut. det. or. 9; Schwindel, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκότωσις: ἡ, (σκοτόω) σκότισις, ἔκλειψις, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. σκοτοδινία, ἴλιγγος, vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. σκότωμα.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de couvrir de ténèbres.
Étymologie: σκοτόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)]
μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)
β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτῶ (III), σκοτισμός, επισκότιση
2. ιατρ. σκοτοδίνη
3. τυφλότητα
4. έκλειψη («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκότωσις: εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling.