τυμβοχόη
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ, A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
English (Autenrieth)
see the foregoing.
Greek Monolingual
ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.
Greek Monotonic
τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.