φιλοκτήμων
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, A = φιλοκτέανος, Sol.36.19, Ptol.Tetr.158.
German (Pape)
[Seite 1281] = φιλοκτέανος, Solon. frg. 28 in VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκτήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκερδής, φιλοχρήματος, Σόλων 35. 19· μὴ γίνου φιλάργυρος, μὴ αἰσχροκερδής, μὴ φιλοκτήμων Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. φιλοκτέανος.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την συσσώρευση κτημάτων, την πρόσκτηση υλικών κερδών, πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. πολυ-κτήμων].