ἀνανέμω

From LSJ
Revision as of 18:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέμω Medium diacritics: ἀνανέμω Low diacritics: ανανέμω Capitals: ΑΝΑΝΕΜΩ
Transliteration A: ananémō Transliteration B: ananemō Transliteration C: ananemo Beta Code: a)nane/mw

English (LSJ)

poet. ἀννέμω, A distribute: hence, count up, in Med., ἀνανεμέεται (Ion. fut.) τὰς μητέρας Hdt.1.173. 2 read, con over, Epich.224, Theoc.18.48.

German (Pape)

[Seite 199] p. ἀννέμω (s. νέμω), 1) auf's neue theilen. – 2) im med., aufzählen, herrechnen, Her. 1, 173; her-, vorlesen, Theocr. 18, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέμω: ποιητ. ἀννέμω, διανέμω ἐκ νέου, ὡς τὸ ἀναδατέομαι (πρβλ. ἀνανομή). ΙΙ. κατὰ μέσον τύπον, ἀριθμῶ, «λογαριάζω», καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν καὶ τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας (Ἰων. μέλλ.) Ἡρόδ. 1. 173. 2) ἀπαγγέλλω, ἀναγινώσκω, τὸ πλεῖστον, Δωρ., «ἀνανέμειν· ἴσον τῷ ἀναγινώσκειν· οὕτως Ἐπίχαρμος· Ἡρόδοτος δὲ ἀνανέμεσθαι ἐπὶ τοῦ καταλέγειν τέθεικεν» Ζωναρ. 203, Θεόκρ. 18. 48, ἔνθα ἴδε Τούπιον.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνανεμῶ;
1 redistribuer LSJ;
2 passer en revue, parcourir, lire;
Moy. ἀνανέμομαι (fut. 3ᵉ sg. ion. ἀνανεμέεται) dénombrer, compter.
Étymologie: ἀνά, νέμω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀννέμω Theoc.18.48

• Morfología: [fut. med. jón. ἀνανεμέεται Hdt.1.173]
1 leer Epich.200, Theoc.l.c., IG 12(9).285.4 (Eretria).
2 v. med. hacer el cómputo hacia atrás τῆς μητρὸς ἀνανεμέεται τὰς μητέρας enumerará las madres de su madre Hdt.l.c.

Greek Monolingual

ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) νέμω
1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω
2. διαβάζω, απαγγέλλω
3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω.

Greek Monotonic

ἀνανέμω: ποιητ. ἀν-νέμω, μέλ. -νεμῶ,
1. διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω — Μέσ., αριθμώ, λογαριάζω, σε Ηρόδ. (στον Ιων. μέλ. -νεμέεται),
2. απαγγέλλω, διαβάζω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in ionic fut. -νεμέεται).
2. to rehearse, read, Theocr.