ἀνοχμάζω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A hoist, lift up, AP9.204 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχμάζω: μέλλ. -άσω, ἀνεγείρω, ἀνυψῶ, Ἀνθ. Π. 9. 204.
French (Bailly abrégé)
lever, élever.
Étymologie: ἀνά, ὀχμάζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [opt. aor. ἀνοχμάσσειας]
levantar μή με τὸν Αἰάντειον ἀνοχμάσσειας ... πέτρον no intentes levantarme a mí que soy la piedra de Áyax, AP 9.204 (Agath.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνοχμάζω: μέλ. -άσω, ανεγείρω, ανυψώνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχμάζω: (только 2 л. sing. aor. opt. ἀνοχμάσσειας) поднимать (πέτρον Anth.).