ἀπόξυρος

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόξῠρος Medium diacritics: ἀπόξυρος Low diacritics: απόξυρος Capitals: ΑΠΟΞΥΡΟΣ
Transliteration A: apóxyros Transliteration B: apoxyros Transliteration C: apoksyros Beta Code: a)po/curos

English (LSJ)

ον, (ξυρόν] A cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.

German (Pape)

[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ras, nu.
Étymologie: ἀποξύρω.

Spanish (DGE)

-ον
abrupto, escarpado, cortado a pico (πέτρα) Luc.Rh.Pr.7
lleno de escollos βυθός Peripl.M.Rubri 40.

Greek Monolingual

ἀπόξυρος, -ον (Α)
απότομος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»].

Greek Monotonic

ἀπόξῠρος: -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόξυρος: (словно) срезанный, отвесный, крутой (πέτραι Luc.).

Middle Liddell

ξυρόν
cut sharp off, abrupt, Luc.