ἀστυάναξ

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῠάναξ Medium diacritics: ἀστυάναξ Low diacritics: αστυάναξ Capitals: ΑΣΤΥΑΝΑΞ
Transliteration A: astyánax Transliteration B: astyanax Transliteration C: astyanaks Beta Code: a)stua/nac

English (LSJ)

[ᾰν], ακτος, ὁ, A lord of the city, epith. of certain gods, A. Supp.1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.). II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54. III name of a fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, stadtbeherrschend, θεός Aesch. Suppl. 996.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστυάναξ: ακτος, ὁ, ὁ ἄναξ τοῦ ἄστεως, ἐπίθ. θεῶν τινων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1019˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀστυάναξ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἕκτορος:―ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀστυανάκτειος, α, ον, Ἀνθ. Π. 9. 351. ΙΙ. κατά τι ἄσεμνον λογοπαίγνιον, = ἄστυτος, Εὐστ. 849. 54.

French (Bailly abrégé)

άνακτος (ὁ) :
qui règne dans la ville.
Étymologie: ἄστυ, ἄναξ.

Spanish (DGE)

(ἀστῠάναξ) -ακτος

• Prosodia: [-ᾰν-]
1 defensor de la ciudad θεοί A.Supp.1018.
2 impotente sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. ἄστυτος) Suet.Blasph.58, Eust.849.54, 1283.24.
3 subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch.

Greek Monolingual

ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)
μσν.
(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτος
αρχ.
1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης
2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.

Greek Monotonic

ἀστυάναξ: -ακτος, ὁ, άρχοντας της πόλης, βασιλιάς, επίθ. ορισμένων θεών, σε Αισχύλ.· σε Όμηρ., μόνο ως κύριο όνομα.

Russian (Dvoretsky)

ἀστυάναξ: άνακτος (ᾰν) ὁ владыка города Aesch.

Middle Liddell


lord of the city, epith. of certain gods, Aesch.: in Hom. only as prop. n.