ἄταφος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, A unburied, Hdt.9.27, S.Ant.29, OC1732 (lyr.), Th.2.50, etc. II ἄ. πράξεις modes of refusal of burial, Pl.Lg.960b.
German (Pape)
[Seite 384] unbeerdigt, Soph. O. C. 1729 Eur. Phoen. 1624 Her. 9, 27 Thuc. 2, 50 u. Folgd.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
privé de sépulture ; ἄταφον ποιεῖν τινα LYS déclarer qqn privé de sépulture.
Étymologie: ἀ, τάφος.
Spanish (DGE)
(ἄτᾰφος) -ον
1 privado de sepultura, insepulto de pers., gener. como predicativo ἐᾶν ... ἄταφον S.Ant.29, ἄταφος ἔπιτνε S.OC 1732, ἀτάφους κειμένους Hdt.9.27, φορούμενος ... ἄταφος E.Hec.30, πολλῶν ἀτάφων γενομένων Th.2.50, ἄταφον τὸ σῶμα αὐτοῦ ῥῖψαι D.C.44.35.1, cf. E.Supp.540, Pl.Lg.873c, Isoc.4.55, D.Chr.11.36, 64.3, D.S.4.65, Philostr.Her.34.10, Lyd.Mag.3.70, IEphesos 4135.10 (VI d.C.), ἀτάφους ἐποίησαν (los) declararon privados de sepultura Lys.12.21
•subst. οἱ ἄταφοι cadáveres insepultos κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων ἔθαπτον X.An.6.5.6, ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας LXX 2Ma.5.10
•τὸ ἄ. privación de sepultura Hld.2.5.2.
2 que niega la sepultura de abstr. ἄταφοι πράξεις Pl.Lg.960b
•ἄταφος τάφος sepultura no respetada Euph.38c.59.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄταφος, -ον) θάπτω
άθαφτος
αρχ.
φρ. «ἄταφοι πράξεις» — η άρνηση των τελετών της ταφής.
Greek Monotonic
ἄτᾰφος: -ον, άταφος, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτᾰφος: оставленный без погребения Her., Soph., Thuc., Lys., Xen., Plut.: ἄταφοι πράξεις Plat. = ἀταφία.