ἐπενθρῴσκω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A leap upon, (sc. βωμῷ) Pi.Pae.6.115; σέλμασι ναῶν A.Pers.359; ἐ. ἄνω (sc. τῇ εὐνῇ) S.Tr.917; ἐ. ἐπί τινα leap forth after or upon one, as an enemy, Id.OT469 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἐπενθορών;
s’élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ἐνθρῴσκω.
English (Slater)
ἐπενθρῴσκω
1 leap upon γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)
Greek Monotonic
ἐπενθρῴσκω: μέλ. -ενθοροῦμαι, αόρ. βʹ -ενέθορον· πηδώ πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. ἐπί τινα, τινάζομαι, ορμώ πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενθρῴσκω: (part. aor. 2 ἐπενθορών) вскакивать, бросаться (на что-л.) (σέλμασι ναῶν Aesch.; ἄνω Soph.): ἐ. ἐπί τινα Soph. устремляться на кого-л.