ἠριεργής
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ὁ, (ἠρίον) A grave-digger, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, der Gräber macht, auch τυμβώρυχος erkl., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἠριεργής: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος, σκάπτων ἠρία, τάφους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἠριεργής, ό (Α)
αυτός που σκάβει τάφους.