ἡδυχαρής

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠχᾰρής Medium diacritics: ἡδυχαρής Low diacritics: ηδυχαρής Capitals: ΗΔΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hēdycharḗs Transliteration B: hēdycharēs Transliteration C: idycharis Beta Code: h(duxarh/s

English (LSJ)

ές, A sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.

Greek Monolingual

ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο-χαρής, περι-χαρής].

Greek Monotonic

ἡδυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που νιώθει μεγάλη χαρά, ο λίαν περιχαρής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠχᾰρής: чрезвычайно приятный, радостный (κόπος Anth.).

Middle Liddell

ἡδυ-χᾰρής, ές χαίρω
sweetly joyous, Anth.