ὀνοματίζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτίζω Medium diacritics: ὀνοματίζω Low diacritics: ονοματίζω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: onomatízō Transliteration B: onomatizō Transliteration C: onomatizo Beta Code: o)nomati/zw

English (LSJ)

A dispute about names, Gal.18(2).870.

Greek Monolingual

και νοματίζωὀνοματίζω όνομα
νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω
2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω
3. καταγγέλλω ονομαστικά
αρχ.
1. φιλονικώ για τα ονόματα
2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.