ὀψοδεία
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ἡ, (δέω Β) A want of food or fish, Suid.
German (Pape)
[Seite 433] ἡ, Mangel an Speisen oder Fischen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψοδεία: (ἢ ὀψοδεΐα), ἡ, (δέω) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -δεια (< -δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο-δεία].