ἐπίληπτος

Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. ἐπίλαμπτος, ον, A caught or detected in anything, ἐ. ᾑρέθη S.Ant.406: c.part., ἐπίλαμπτος ἀφάσσουσα caught in the act of feeling, Hdt.3.69. 2. culpable, censurable, πάθος Ph.2.348; βίος Id.2.4, al., cf. Porph.Chr.23; of errors in metre, Heph.4.6. 3. disabled, ἀνδράποδον Hyp.Ath.15 (unless in signf. ΙΙ); of a hen-partridge, Arist.HA613b18. II. suffering from epilepsy, Hp.Aph.3.16:—D.25.80 puns on the two senses, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι, αὐτὸς ὢν ἐ. πάσῃ πονηρίᾳ; so ἐ. ὑπὸ πάθους Plu.2.798f.

German (Pape)

[Seite 958] ergriffen, ertappt, πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέθη Soph. Ant. 402, wie ἐπίλαμπτος Her. 3, 69; bes. von der fallenden Sucht, Epilepsie ergriffen, damit behaftet, epileptisch, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι Dem. 25, 80, wo er in allgemeiner Bdtg hinzusetzt αὐτὸς ὢν ἐπίληπτος πάσῃ πονηρίᾳ; Arist. u. Folgde, Medic.; ἐπιλήπτους ὑπὸ πάθους γενομένους Plut. reip. ger. praec. 2. – Bei Sp. tadelnswerth, καὶ ἐπάρατος βίος Philo. – Vgl. noch ἐπιλήψιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, -ον (Α) επιλαμβάνω
1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.)
2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος
3. ανίκανος, ανίσχυρος
4. αυτός που πάσχει από επιληψία.

Greek Monotonic

ἐπίληπτος: Ιων. ἐπίλαμπτος, -ον (ἐπιλαμβάνω),
I. αυτός που συλλαμβάνεται ή ανακαλύπτεται επ' αυτοφώρω, σε Σοφ.· με μτχ., ἐπίλαμπος ἀφάσσουσα, αυτή που συλλαμβάνεται την ώρα που ψηλαφεί, σε Ηρόδ.
II. αυτός που υποφέρει, πάσχει από κάτι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίληπτος: ион. ἐπίλαμπτος
1) схваченный, пойманный, тж. застигнутый на месте преступления Her.: πῶς ἐ. ᾑρέθη; Soph. как оказалась застигнутой (Антигона при погребении брата)?;
2) заслуживающий порицания, виновный Dem.;
3) страдающий эпилепсией, подверженный эпилептическим припадкам Dem., Arst.

Middle Liddell

ἐπιλαμβάνω
I. caught or detected in anything, Soph.; c. part., ἐπίλαμπτος ἀφάσσουσα caught in the act of feeling, Hdt.
II. suffering, Dem.

English (Woodhouse)

caught in the act, detected in the act, surprised in the act