γεώρυχος

From LSJ
Revision as of 17:28, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώρῠχος Medium diacritics: γεώρυχος Low diacritics: γεώρυχος Capitals: ΓΕΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: geṓrychos Transliteration B: geōrychos Transliteration C: georychos Beta Code: gew/ruxos

English (LSJ)

ον, (γῆ, ὀρύσσω) A burrowing, λαγιδεῖς Str.3.2.6, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).

German (Pape)

[Seite 488] λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse la terre.
Étymologie: γῆ, ὀρύσσω.

Spanish (DGE)

-ον
que escarba en la tierra λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.

Greek Monolingual

ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].