διχόνοος
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
ον, contr. δῐχό-νους, ουν, double-minded, Ph.2.269, cf. 663.
German (Pape)
[Seite 647] zsgz. -νους, uneinig; tückisch; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, διπλοῦν ἔχων τὸ φρόνημα, Φίλων 2. 269.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
dont l’esprit est double, càd :
1 irrésolu, incertain;
2 équivoque, fourbe.
Étymologie: δίχα, νόος.
Greek Monotonic
δῐχόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αμφίβολος, διαμοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γνώμες, διπρόσωπος.