θανατοφόρος
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ον,= A θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θανατηφόρος.
Greek Monolingual
θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθο-φόρος, καρπο-φόρος.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.
Middle Liddell
θᾰνᾰτο-φόρος, ον = θανατηφόρος, Aesch.]