καταρκέω

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρκέω Medium diacritics: καταρκέω Low diacritics: καταρκέω Capitals: ΚΑΤΑΡΚΕΩ
Transliteration A: katarkéō Transliteration B: katarkeō Transliteration C: katarkeo Beta Code: katarke/w

English (LSJ)

A to be fully sufficient, Χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Hdt.1.32; ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; πρὸς τὰς παρασκευάς Jul.Or.1.29c: impers., it is enough, καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86.

German (Pape)

[Seite 1374] = simpl.; c. partic., Her. 1, 32; imperf., = ἀπόχρη, Soph. frg. 107; ἐμοὶ δὲ φῶς καταρκέσει Eur. Rhes. 447.

Greek (Liddell-Scott)

καταρκέω: Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς ἀρκετός, μετὰ μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32· ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447·- ἀπροσ., εἶναι ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.
Étymologie: κατά, ἀρκέω.

Greek Monotonic

καταρκέω: μέλ. -έσω, είμαι ολότελα αυτάρκης, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταρκέω: быть вполне достаточным: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα Her. ни один край не является вполне самодовлеющим; ἐμοὶ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Eur. мне хватит одного дня; καταρκεῖ impers. Soph. достаточно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρκέω geheel voldoende zijn, met nom. en ptc.: χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἑωυτῇ παρέχουσα geen enkel land is volledig in staat in zijn eigen behoeften te voorzien Hdt. 1.32.8.

Middle Liddell

fut. έσω
to be fully sufficient, Hdt., Eur.