καταυαίνω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fut. -A αυᾰνῶ Archil.61:—wither up, l.c.:—later καθαυαίνω Lyc.397, Luc.Am.12.
German (Pape)
[Seite 1387] ausdörren, austrocknen, Archil. 42; Luc. Amor. 12 καθαυαίνω geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
καταυαίνω: καταξηραίνω, ὁ Σείριος καταυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων Ἀρχίλ. 55, Λυκόφρ. 397, Λουκ. Ἔρωτ. 12·― ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις φέρεται, καθαυαίνω.
Greek Monolingual
καταυαίνω και καθαυαίνω (Α)
(επιτ. τ. του αυαίνω) καταξεραίνω, καταστεγνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αυαίνω, later καθαυαίνω, verdorren.