κηραφίς

From LSJ
Revision as of 13:29, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρᾰφίς Medium diacritics: κηραφίς Low diacritics: κηραφίς Capitals: ΚΗΡΑΦΙΣ
Transliteration A: kēraphís Transliteration B: kēraphis Transliteration C: kirafis Beta Code: khrafi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of A locust, Nic.Al.394; = κάραβος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1433] ίδος, ἡ, wie καραβίς, Meerkrabbe, Nic. Al. 394, nach Schneider, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

κηρᾰφίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀκρίδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 394· πρβλ. κάραβος.

Greek Monolingual

κηραφίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος ακρίδας
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάραβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως να πρόκειται για το καραδίς (< κάραβος) με επίδραση τών ονομασιών ζώων σε -φος (πρβλ. έλαφος, έριφος) και ιων. -η- αντί -α-].

Frisk Etymological English

See also: s. κάραβος.

Frisk Etymology German

κηραφίς: {kēraphís}
Grammar: f.
Meaning: Art Meerkrebs
See also: s. κάραβος.
Page 1,843