κοιλωπός
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
όν, A hollow to look at: hollow, ἀγμός E.IT263.
German (Pape)
[Seite 1467] hohläugig, übh. hohl; ἁρμός Eur. I. T. 263.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλωπός: -όν, (ὤψ) κοῖλος φαινόμενος· κοῖλος, Εὐρ. Ι. Τ. 263.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui apparaît creux, de forme creuse.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.
Greek Monolingual
κοιλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που φαίνεται κοίλος
2. ο κοίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπός].
Greek Monotonic
κοιλωπός: -όν (ὤψ), βαθουλωτός στην όψη· κούφιος, κοίλος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλωπός -όν [κοῖλος, ὤψ] hol:. κοιλωπὸς ἀγμός holle rots Eur. IT 263.
Russian (Dvoretsky)
κοιλωπός: пустой, с пещерой внутри (ἀγμός Eur.).