λασιόκωφος
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ον,
A deaf from hair growing in the ears, cited from Pl. (Phdr. 253e) by Synes.67d, Phot., Suid., from a false reading, found in cod. B.
German (Pape)
[Seite 17] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰσιόκωφος: -ον, κωφὸς ἕνεκα τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, ἕνεκα ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.
Greek Monolingual
λασιόκωφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες τρίχες που έχει μέσα στα αφτιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κωφός (πρβλ. δύσ-κωφος, υπό-κωφος)].
Russian (Dvoretsky)
λᾰσιόκωφος: глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами (ἵππος Plat.).