παντοπώλιον
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
τό, place where all sorts of things are for sale, general market, bazaar, Pl.R.557d, Sammelb.6803iii 11 (iii B. C.), Wilcken Chr.415.78, POxy.520.1,2 (both ii A. D.): written παντοπωλεῖον in Aen. Tact.30.1, Poll.7.16.
German (Pape)
[Seite 464] τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοπώλιον: τό, τόπος ἔνθα παντὸς εἴδους πράγματα πωλοῦνται, Πλάτ. Πολ. 557D, Πολυδ. Ζ΄, 16· παντοπωλεῖον παρ’ Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu ou boutique où l’on vend des marchandises de toute sorte, bazar.
Étymologie: πᾶν, πωλέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παντοπώλης
τόπος όπου πωλούνται κάθε είδους πράγματα.
Greek Monotonic
παντοπώλιον: τό, μέρος όπου όλα τα πράγματα είναι προς πώληση, γενική αγορά, παζάρι, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοπώλιον -ου, τό πᾶς, πωλέω bazaar.
Russian (Dvoretsky)
παντοπώλιον: τό место продажи всевозможных товаров, рынок, базар Plat.
Middle Liddell
παντοπώλιον, ου, τό,
a place where all things are for sale, a general market, bazaar, Plat.
English (Woodhouse)
bazaar, general market, general store where anything can be bought, general store, place where all sorts of things are for sale