παραιφάμενος

From LSJ
Revision as of 13:38, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραιφάμενος Medium diacritics: παραιφάμενος Low diacritics: παραιφάμενος Capitals: ΠΑΡΑΙΦΑΜΕΝΟΣ
Transliteration A: paraiphámenos Transliteration B: paraiphamenos Transliteration C: paraifamenos Beta Code: paraifa/menos

English (LSJ)

η, ον, Ep. part. Med. of παράφημι, talking over, persuading, Il.24.771, h.Cer.336, Hes.Th.90.

German (Pape)

[Seite 480] part. praes. med. von παράφημι, zuredend, ermunternd, Il. 24, 771, h. Cer. 337, Hes. Th. 90.

Greek (Liddell-Scott)

παραιφάμενος: -η, -ον, ἐπὶ μετοχῆς μέσ. τοῦ παράφημι, παραινῶ, πείθω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 337, Ἡσ. Θ. 90 ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες, «ἀλλὰ σὺ τοῦτον λόγοις παραινέσας παρεκώλυες» (Γαζῆς), Ἰλ. Ω. 771.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui réprimande, qui blâme.
Étymologie: part. prés. Moy. poét. de παράφημι.

English (Autenrieth)

see παράφημι.

Greek Monolingual

-ένη, -ον, Α
βλ. παράφημι.

Greek Monotonic

παραιφάμενος: -η, -ον, Μέσ. Επικ. μτχ. του παράφημι,
I. παρακινητικός, ενθαρρυντικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
II. επιτιμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραιφάμενος: (φᾰ) [part. praes. med. к παράφημι (тж. ἐπέεσσι π. Hom.) уговаривающий, увещевающий, убеждающий Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραιφάμενος ep. ptc. aor. med. van παράφημι.

Middle Liddell

παραι-φάμενος, η, ον [epic part. mid. of παράφημι
I. exhorting, encouraging, Hhymn., Hes.
II. rebuking, Il.