περαντικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαντικός Medium diacritics: περαντικός Low diacritics: περαντικός Capitals: ΠΕΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perantikós Transliteration B: perantikos Transliteration C: perantikos Beta Code: perantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A conclusive, Ar. Eq.1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219. II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 563] zum Vollenden, Folgern geschickt, Ar. Equ. 1375, Schol. δυνάμενος πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθέναι, wie B. A. 60 περαντικὸς ῥήτωρ erklärt wird durch ὁ πέρας τοῖς λόγοις ἐπιτιθεὶς ἐν ταῖς ἀποδείξεσι διὰ δύναμιν λόγων, also der tüchtige, seine Sache durchsetzende Redner.

Greek (Liddell-Scott)

περαντικός: -ή, -όν, (περαίνω) καταλήγων εἰς συμπέρασμα, λογικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1378· π. λόγος, εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 78. - Κατὰ Σουΐδ.: «περαντικός, πέρας ἐπιτιθεὶς τοῖς λόγοις»

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à accomplir, à achever, à conclure ; t. de log. περαντικὸς λόγος sorte de syllogisme.
Étymologie: περαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περαίνω
αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός
2. φρ. «περαντικὸς λόγος»
(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.

Greek Monotonic

περαντικός: -ή, -όν (περαίνω), τελικός, τελειωτικός, αμφισβήτητος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περαντικός:
1) логически рассуждающий, убедительный (sc. ἀνήρ Arph.);
2) логический (λόγος Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαντικός -ή -όν [περαίνω] overtuigend.

Middle Liddell

περαντικός, ή, όν περαίνω
conclusive, logical, Ar.